- αγουροξυπνημένος
- η , ο1) разбуженный раньше времени; 2) невыспавшийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγουροξυπνημένος — και ητος, η, ο [αγουροξυπνώ] αυτός που ξύπνησε ή τόν ξύπνησαν πρόωρα … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] … Dictionary of Greek
αγουροξύπνητος — η, ο [αγουροξυπνώ] βλ. αγουροξυπνημένος … Dictionary of Greek
μαχμουρλής — και μαχμούρης, ο, θηλ. μαχμουρλίδισσα και μαχμούρισσα και μαχμουρλού νεοελλ. 1. υπναλέος, αγουροξυπνημένος 2. βαρύθυμος, δύσθυμος, κακόκεφος 3. μτφ. δυσκίνητος, βραδύς, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαχμουρλής < τουρκ. mahmurlu, ενώ ο τ. μαχμούρης… … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — αγουροξύπνησα, αγουροξυπνημένος 1. μτβ., ξυπνώ κάποιον πρόωρα: Με αγουροξύπνησαν οι φωνές σου. 2. αμτβ., ξυπνώ ο ίδιος πρόωρα: Αγουροξύπνησα και δεν ξανακοιμήθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)